φιλητικῶς

φιλητικῶς
φιλητικός
disposed to love
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλητικώς — ΜΑ επίρρ. βλ. φιλητικός …   Dictionary of Greek

  • φιλητικός — ή, όν, Α [φιλῶ] 1. αυτός που έχει τη φυσική τάση να αγαπά 2. τρυφερός, στοργικός 3. αυτός που τού αρέσει να φιλά κάποιον ή κάτι. επίρρ... φιλητικῶς ΜΑ με στοργή και τρυφερότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”